Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομισματοκοπείο το [nomizmatokopío] Ο39 : κρατικό ίδρυμα που αναλαμβάνει την κοπή μεταλλικών νομισμάτων και την εκτύπωση χαρτονομισμάτων.
[λόγ. νομισματ- (νόμισμα) -ο- + αρχ. -κοπεῖον θ. του ρ. κόπτω `χτυπάω΄ κατά την ελνστ. φρ. κόπτω νόμισμα]