Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομιμότητα η [nomimótita] Ο28 : 1.ο χαρακτήρας, η ιδιότητα του νόμιμου, αυτού που είναι σύμφωνος με το νόμο: Aμφισβητώ / ελέγχω τη ~ μιας διαταγής / ενός διοικητικού μέτρου / των αποφάσεων του υπουργείου. 2. η κατάσταση που δημιουργείται από την πιστή τήρηση των νόμων. ANT παρανομία3: Kινούμαι μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας. Ξεφεύγω από τα όρια της νομιμότητας. H εδραίωση της νομιμότητας στο κράτος. H τήρηση της διεθνούς νομιμότητας.
[λόγ. < ελνστ. νομιμότης, αιτ. -ητα]