Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομιμοποιώ [nomimopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.κάνω νόμιμη μια πράξη ή μια κατάσταση που είχε γίνει ή είχε δημιουργηθεί, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες: ~ ένα γάμο / έναν παράνομο δεσμό / ένα εξώγαμο παιδί. ~ ένα κόμμα που είναι παράνομο. Nομιμοποιήθηκαν τα παράνομα / αυθαίρετα σπίτια. 2. (και νομ., παθ.) αποδεικνύω ότι έχω κάποια ιδιότητα που μου επιτρέπει να προβώ σε κάποια ενέργεια: Όποιος δεν έχει έννομο συμφέρον, δε νομιμοποιείται να κάνει προσφυγή.
[λόγ. νόμιμ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. légitimer]