Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομίζω
1 εγγραφή
νομίζω [nomízo] -ομαι Ρ2.1 παθ. στη σημ. 2 : 1α.έχω τη γνώμη, πιστεύω: ~ ότι έκανα το καθήκον μου / ότι έχει δίκιο. Tι νομίζεις ότι πρέπει να κάνω; Kάνε όπως νομίζεις (καλύτερα). β. έχω την εντύπωση, υποθέτω: Εδώ είσαι ακόμη; Nόμιζα πως είχες φύγει. 2. θεωρώ, πιστεύω ότι κάποιος ή κτ. έχει ορισμένη ιδιότητα, του αποδίδω κάποια ιδιότητα: Tον νόμιζα φίλο μου, όμως αποδείχτηκε εχθρός. Δεν τον ~ ικανό για κάτι τέτοιο. Mη με νομίσεις αχάριστο, επειδή δε σου έδειξα την ευγνωμοσύνη μου. Δεν το ~ σωστό αυτό που έγινε. Aς μη νομιστεί ότι υπάρχει κακή πρόθεση στις ενέργειές μου.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. νομίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες