Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομή 1 η [nomí] Ο29 : φυτικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των αγροτικών ζώων. || (επέκτ.) τόπος όπου υπάρχει νομή, χόρτο για τα ζώα.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. νομή]
- νομή 2 η : (νομ.) η φυσική εξουσία ενός προσώπου επάνω σε κινητό ή σε ακίνητο πράγμα, με τη θέληση να το έχει δικό του (χωρίς η θέλησή του να στηρίζεται πάντοτε σε πραγματικό δικαίωμα)· (πρβ. κατοχή, κυριότητα). οιονεί ~, η άσκηση από κπ. συγκεκριμένων δικαιωμάτων σαν να ήταν δικαιούχος.
[λόγ. < ελνστ. νομή `κτήση΄ (αρχ. σημ. δες νομή 1)]