Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομάρχης ο [nomárxis] Ο10 θηλ. νομάρχης [nomárxis] : ο πολιτικός διοικητής του νομού, που δεν είναι μόνιμος υπάλληλος αλλά εκλέγεται από το λαό ως εκπρόσωπος της τοπικής αυτοδιοίκησης: Ο ~ Θεσσαλονίκης / Kαβάλας. Yποψήφιος ~ Xαλκιδικής.
[λόγ. < αρχ. νομάρχης `διοικητής επαρχίας΄ σημδ. γαλλ. préfet (< λατ. praefectus `διοικητής επαρχίας΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]