Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομάρχης
1 εγγραφή
νομάρχης ο [nomárxis] Ο10 θηλ. νομάρχης [nomárxis] : ο πολιτικός διοικητής του νομού, που δεν είναι μόνιμος υπάλληλος αλλά εκλέγεται από το λαό ως εκπρόσωπος της τοπικής αυτοδιοίκησης: Ο ~ Θεσσαλονίκης / Kαβάλας. Yποψήφιος ~ Xαλκιδικής.

[λόγ. < αρχ. νομάρχης `διοικητής επαρχίας΄ σημδ. γαλλ. préfet (< λατ. praefectus `διοικητής επαρχίας΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες