Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοθεύω [noθévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 μππ. νοθευμένος : 1.αλλοιώνω κτ. με σκοπό την εξαπάτηση. α. προσθέτω σε κάποιο τρόφιμο ή υλικό ένα συστατικό κατώτερης ποιότητας, που συνήθ. αλλοιώνει μόνο την ουσία και όχι και τη μορφή του, με σκοπό το παράνομο κέρδος· κάνω νοθεία: ~ το κρασί / το πετρέλαιο. Nοθευμένα τρόφιμα. β. (για αφηρ. ουσ.) εισάγω σε κτ. στοιχεία ξένα με την αρχική του σύσταση ή μορφή ή του δίνω ερμηνείες που παραποιούν, παραμορφώνουν, το νόημά του: ~ ένα εκλογικό σύστημα. ~ το πνεύμα μιας θρησκείας / μιας ιδεολογίας. ~ το πνεύμα της δημοτικής με στοιχεία της καθαρεύουσας. 2. (οικον.) νοθευμένο νόμισμα, μεταλλικό νόμισμα μικρής ονομαστικής αξίας του οποίου η αξία όψεως είναι μεγαλύτερη από την αξία του μεταλλικού περιεχομένου του.
[λόγ. < ελνστ. νοθεύω `διαφθείρω΄ & σημδ. γαλλ. adultérer, altérer]