Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοημοσύνη η [noimosíni] Ο30 : 1α.(ψυχ.) το σύνολο των γνωστικών ικανοτήτων του ανθρώπου, δηλαδή η αντίληψη, η μνήμη, ο συνειρμός, η φαντασία, η προσοχή και η διανόηση, και ειδικότερα η ικανότητα προσαρμογής σε νέες καταστάσεις και η ικανότητα να αντιλαμβάνεται ομοιότητες, διαφορές και σχέσεις· ευφυΐα: Tεστ νοημοσύνης, για την εξακρίβωση του βαθμού της διανοητικής ανάπτυξης ενός ατόμου. Δείκτης νοημοσύνης, που εξάγεται από τεστ νοημοσύνης. Άτομο με υψηλό / χαμηλό δείκτη νοημοσύνης. Άτομο με ανώτερη / κατώτερη / υψηλή / χαμηλή ~. Yποτιμώ τη ~ κάποιου, δεν τον θεωρώ ικανό να καταλάβει απλά πράγματα. (πληροφ.) τεχνητή* ~. β. ανώτερη νοημοσύνη: Οι μεγάλοι επιστήμονες διακρίνονται για τη ~ τους. 2. (για ζώο) ύπαρξη ανώτερων ενστίκτων: H ~ του σκύλου / της γάτας / του αλόγου.
[λόγ. νοήμ(ων) -οσύνη]