Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νιώθω
1 εγγραφή
νιώθω [nóθo] Ρ αόρ. ένιωσα, απαρέμφ. νιώσει : I.ΣYN αισθάνομαι. 1α. έχω ένα αίσθημα, δέχομαι ένα εξωτερικό ή εσωτερικό ερέθισμα και αντιδρώ σε αυτό: ~ έναν πόνο στο στομάχι. ~ την πείνα / το κρύο / το άρωμα των λουλουδιών. Ένιωσε να ζαλίζεται / να πέφτει / τη γη να τρέμει. || ~ άρρωστος / καλά / άσχημα. β. για να δηλώσουμε ότι ένα τμήμα ή ένα μέλος του σώματός μας διατηρεί την αισθητικότητά του: Tα πόδια του είναι νεκρά, δεν τα νιώθει καθόλου. || (επέκτ.): Δεν τη ~ τη μέση μου / τα πόδια μου (από την κούραση / τον πόνο), είναι μουδιασμένα. γ. διατηρώ, έχω τις αισθήσεις μου: Έπεσε σε κώμα, δε νιώθει πια. 2α. έχω ένα συναίσθημα: ~ χαρά / λύπη / αγάπη / απογοήτευση. ~ την αγανάκτηση να με πνίγει. || βρίσκομαι σε μια συναισθηματική κατάσταση: ~ χαρούμενος / δυστυχισμένος. || έχω την αίσθηση ή την εντύπωση ότι βρίσκομαι σε μια πραγματική ή φανταστική κατάσταση: ~ νέος / γέρος / ελεύθερος. (έκφρ.) ~ μείον*. β. αντιλαμβάνομαι και συμμερίζομαι τα συναισθήματα ή την κατάσταση κάποιου: ~ τη χαρά του / τη δυστυχία του / τα προβλήματά του. || ~ κπ., τον καταλαβαίνω και τον συμμερίζομαι: Είσαι αδελφός μου και σε ~. Δεν έχω έναν άνθρωπο που να με νιώθει. γ. για να δηλώσουμε ότι αποδίδουμε μια ιδιότητα σε κπ., στη σχέση του μ΄ εμάς: Σε ~ δικό μου άνθρωπο / σαν αδελφό. 3α. συναισθάνομαι: Tο ένιωσα το λάθος μου και μετάνιωσα. ~ την αδυναμία / τις ευθύνες μου. β. προαισθάνομαι: ~ την απειλή του πολέμου. γ. διαισθάνομαι: Tο ~ ότι με αντιπαθεί. 4. συνειδητοποιώ κτ., συνήθ. δυσάρεστο ή υφίσταμαι τις συνέπειες κάποιας δυσάρεστης κατάστασης: Είναι μικρός και δεν ένιωσε ακόμα τι είναι ο κόσμος. Δεν ένιωσε στη ζωή του την πείνα και τη φτώχεια. 5. συγκινούμαι από κτ. που έχει αισθητική αξία: ~ την ομορφιά της φύσης / τη μουσική. II. (οικ.) αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Tου μιλάς και δε νιώθει τι του λες. || (έκφρ.) ~ από κτ., έχω γνώσεις επάνω σε ένα συγκεκριμένο τομέα: Δε ~ από μουσική / από μαθηματικά, δεν έχω ιδέα.

[μσν.(;) νοιώθω < *εννοιώ (< αρχ. ἔννοι(α) -ώ, σύγκρ. νοιάζομαι) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. νοιωσ- κατά το σχ.: κλωσ- (έκλωσα) - κλώθω, αλεσ- (άλεσα) - αλέθω (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες