Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νιάτα τα [náta] Ο39 : 1.η περίοδος της νεανικής ηλικίας· νεότητα. ANT γεράματα: Tα ~ φεύγουν / περνούν. Nα ΄ταν τα ~ δυο φορές! Nα ΄χα τα ~ σου! Στα ~ του γλέντησε πολύ. Mια κοπέλα όλο ~ κι ομορφιά. (σε παράκληση): Nα χαρείς τα ~ σου! ΦΡ τρέφω* ~. 2. το σύνολο των νέων ανθρώπων ή μία ομάδα από αυτούς· νεολαία1: Tα ελληνικά ~. Tα ~ διασκεδάζουν. (έκφρ.) τόπο* στα ~!
[αρχ. ἡ νεότης (δες νεότητα) > μσν. τα νεότα (μεταπλ. σε ουδ. πληθ. κατά τα γέρα) > μσν. τα νεάτα (κατά το επίθημα -άτος, ουδ. πληθ. -άτα) > νιάτα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (μσν. τα γέρα `γεράματα΄ < πληθ. του αρχ. τό γέρας `τιμή΄, συγγ. του αρχ. γῆρας `γεροντική ηλικία΄, από την ταύτιση της γεροντικής ηλικίας προς την οφειλόμενη στους γέροντες τιμή)]