Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νευρά η [nevrá] Ο24 : χορδή τόξου από νεύρο ή από έντερο ζώου.
[λόγ. < αρχ. νευρά]
- νευραλγία η [nevraljía] Ο25 : δυνατοί πόνοι στην περιοχή κάποιου αισθητήριου νεύρου. || (ειδικότ.) πόνοι στην περιοχή του κεφαλιού ή του προσώπου: ~ του τριδύμου.
[λόγ. < γαλλ. névralgie < névr(o)- = νευρ(ο)- + -algie = -αλγία (πρβ. μσν. νευραλγία περίπου ίδ. σημ.)]
- νευραλγικός -ή -ό [nevraljikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τη νευραλγία: ~ πόνος. Nευραλγικό σημείο, όπου ο πόνος του νεύρου είναι ιδιαίτερα έντονος. 2. (μτφ.) για κτ. που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την πορεία ενός έργου, μιας διαδικασίας: Tο εξαγωγικό εμπόριο είναι ένας ~ τομέας της οικονομίας μας. Tοποθετήθηκαν ικανοί υπάλληλοι σε νευραλγικές θέσεις. Οι διασταυρώσεις είναι νευραλγικά σημεία για την κυκλοφορία.
[λόγ. < γαλλ. névralgique < névralg(ie) = νευραλγ(ία) -ique = -ικός]
- νευρασθένεια η [nevrasθénia] Ο27 : 1.(ιατρ.) πάθηση που οφείλεται σε εξασθένιση του νευρικού συστήματος και που εκδηλώνεται με σχετικά ήπιες ψυχικές διαταραχές και με σωματική ατονία. || (προφ.) μανία για κτ.: Έχει ~ με την καθαριότητα. 2. για να δηλώσουμε ότι κτ. είναι πολύ κουραστικό και εκνευριστικό: Tο να οδηγείς όταν έχει μεγάλη κυκλοφορία, είναι σκέτη ~. Παθαίνω ~, όταν τον ακούω να μιλάει.
[λόγ. < γαλλ. névrasthénie, neurasthénie < névr(o)-, neur(o)- = νευρ(ο)- + αρχ. ἀσθένεια]
- νευρασθενής -ής -ές [nevrasθenís] Ε10 : που πάσχει από νευρασθένεια1· νευρασθενικός: Nευρασθενή άτομα. || (ως ουσ.) ο νευρασθενής: Kλινική για νευρασθενείς.
[λόγ. νευρασθέν(εια) -ής (αναδρ. σχημ.)]