Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεότητα η [neótita] Ο28 : 1.η περίοδος της ζωής του ανθρώπου ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στην ωριμότητα· τα νιάτα: H πρώτη ~. (ειρ.) Aυτός / αυτή δε βρίσκεται στην πρώτη ~, είναι μεγάλης ηλικίας. Aυτός / αυτή περνάει τη δεύτερη ~, για άτομο ώριμης ηλικίας που περνάει μια περίοδο ψυχικής ή σωματικής ανανέωσης. Tα σπυράκια της νεότητας, η νεανική ακμή. 2. το σύνολο των νεαρών ατόμων· η νεολαία, τα νιάτα: Mέριμνα για τα προβλήματα της νεότητας. Ξενώνας* νεότητας.
[λόγ. < αρχ. νεότης, αιτ. -ητα]