Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεόπλουτος -η -ο [neóplutos] Ε5 : που πλούτισε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και ανέβηκε σε ανώτερη κοινωνική τάξη, χωρίς όμως να αποκτήσει πνευματική καλλιέργεια και κοινωνική αγωγή: Nεόπλουτες οικογένειες. Επιδεικνύεται σαν ~. || (ως ουσ.) ο νεόπλουτος, θηλ. νεόπλουτη: Aκριβά και φανταχτερά πράγματα για νεόπλουτους.
[λόγ. < αρχ. νεόπλουτος]