Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεφρός
1 εγγραφή
νεφρός ο [nefrós] Ο17 : (λόγ., ιατρ.) νεφρό: Δεξιός / αριστερός ~. Tεχνητός* ~. Mεταμόσχευση / αφαίρεση / πτώση νεφρού.

[λόγ. < αρχ. νεφρός (δες στο νεφρό)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες