Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεφρικός -ή -ό [nefrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο νεφρό ή στα νεφρά: Nεφρική αρτηρία. Nεφρική ανεπάρκεια, μείωση έως και πλήρης διακοπή της λειτουργίας των νεφρών.
[λόγ. < ελνστ. νεφρικός σφαλερή γραφή του αρχ. νεφριτικός `που αναφέρεται στα νεφρά΄, ελνστ.: `που πάσχει από νεφρίτιδα΄]