Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεφελώδης
1 εγγραφή
νεφελώδης -ης -ες [nefelóδis] Ε11 : 1.(μετεωρ.) συννεφιασμένος: Kαιρός ~. 2. (μτφ.) για κτ. που δεν είναι διατυπωμένο με σαφήνεια ή που δεν έχει πάρει συγκεκριμένη μορφή: Nεφελώδεις ιδέες / υποσχέσεις.

[λόγ.: 1: αρχ. νεφελώδης· 2: σημδ. γαλλ. nébuleux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες