Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νερόπλυμα
1 εγγραφή
νερόπλυμα το [neróplima] Ο49 : 1.(οικ.) φαγητό νερουλό και άνοστο, νεροζούμι. 2. (μτφ., μειωτ.) άνθρωπος με πολύ ανοιχτό το χρώμα της επιδερμίδας και των ματιών και με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του πολύ άτονα· ξεπλυμένος.

[νερο- + πλυ- (πλένω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες