Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεροποντή η [neropondí] Ο29 : α.δυνατή και συνεχής βροχή: Έπιασε μια ~ λες κι άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού. β. το ορμητικό ρεύμα που σχηματίζουν τα νερά της νεροποντής: H ~ παρέσυρε θάμνους και δέντρα.
[νερο- + αρχ. ποντ(ίζω) -ή (αναδρ. σχημ.) (πρβ. μσν. νεροποντία)]