Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεραϊδοπαρμένος
1 εγγραφή
νεραϊδοπαρμένος -η -ο [neraiδoparménos] Ε3 : που, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, προσβλήθηκε ξαφνικά από μια ψυχική αρρώστια ή έχασε την ομιλία ή την ακοή του.

[νεράιδ(α) -ο- + παρμένος μππ. του παίρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες