Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεραϊδοπαρμένος -η -ο [neraiδoparménos] Ε3 : που, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, προσβλήθηκε ξαφνικά από μια ψυχική αρρώστια ή έχασε την ομιλία ή την ακοή του.
[νεράιδ(α) -ο- + παρμένος μππ. του παίρνω]