Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεοκλασικισμός ο [neoklasikizmós] Ο17 : καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό ρεύμα που εκφράζεται με ανανεωμένες μορφές του κλασικισμού.
[λόγ. < γαλλ. néo-classicisme < néo- = νεο- + classicisme = κλασικισμός]