Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ναυς η [náfs] Ο πληθ. νήες : (λόγ.) εμπορικό ή πολεμικό αρχαίο ελληνικό πλοίο.
[λόγ. < αρχ. ναῦς]
- ναυσιπλοΐα η [nafsiploía] Ο25 : η μετακίνηση ή η μεταφορά από έναν τόπο σε άλλο με πλοίο: H ~ στη Mεσόγειο. Ελεύθερη ~. Xάρτες / οδηγίες ναυσιπλοΐας. || η πρακτική και η τεχνική του πλου.
[λόγ. < αρχ. ναυσι- (ναῦς) + -πλοΐα κατά το ελνστ. ταχυπλοΐα]
- ναύσταθμος ο [náfstaθmos] Ο19 : λιμάνι ή όρμος όπου ελλιμενίζονται, επισκευάζονται και ανεφοδιάζονται πολεμικά πλοία.
[λόγ. < ελνστ. ναύσταθμος (αρχ. ναύσταθμον τό)]