Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
135 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- να 1 [ná] μόριο : I.για να δείχνουμε πρόσωπα ή πράγματα. 1. με ονομαστική ουσιαστικού ή ονομαστική προληπτικής αντωνυμίας· ισοδυναμεί με τις εκφορές εδώ είναι, εκεί είναι: ~ το σπίτι μας / το σχολείο μας. ~ τος ο αδερφός της, εδώ είναι ο αδερφός της. ~ τη η εφημερίδα που γύρευες. ~ η ευκαιρία που ζητούσες. ~ βιβλίο για να αγοράσεις, αυτό είναι κατάλληλο
(έκφρ.) ~ παιδί / κορίτσι / μαθητής, ~ μάλαμα*! ΦΡ ~ τα μας, δηλώνει έκπληξη και δυσφορία του ομιλητή για κτ. που έγινε αμέσως προηγουμένως: ~ τα μας! Θα μας πει και ψεύτες τώρα. 2. με αιτιατική προληπτικής αντωνυμίας· ισοδυναμεί με τις εκφορές δες εδώ, δες εκεί· ακολουθεί το ουσιαστικό συνήθ. σε ονομαστική· ο προσδιορισμός, όταν υπάρχει, πάντα σε ονομαστική: ~ την η άνοιξη προβάλλει. ~ με, γύρισα. ~ με μπλεγμένος σε χίλιες δυο δουλειές. ~ την η μέρα που περίμενες, αυτή είναι. || με την έννοια του πάρε: ~ το τουφέκι είπε· αν είσαι παλικά ρι ρίξε. Θέλεις ψωμί; ~ λίγο, να πάρε λίγο. 3. (προφ.) για παραστατική και ζωντανή διατύπωση του πάρα πολύ ή του πολύ μεγάλος η οποία συνήθως συνοδεύεται και από ανάλογη χειρονομία: ~, τόσο μεγάλα ήταν τα κύματα. Άνοιξε ένα στόμα ~. Έβγαλε μια γλώσσα ~. ΦΡ ~! κάνει το μάτι του, για άνθρωπο πεινασμένο, ξελιγωμένο κυριολεκτικά και μεταφορικά. (χυδ.) ~, με ανάλογη χειρονομία, στα τέτοια μου, στ΄ αρχίδια μου. ~ και τούτη ~ κι εκείνη, για μεγάλο ξυλοκόπημα. II1. εκεί που (με οριστική παρατατικού) ~ σου (και) (με οριστική αορίστου ή ενεστώτα), σε διηγήσεις για να δοθεί με ζωντάνια μια απροσδόκητη και αιφνίδια εμφάνιση: Εκεί που προχωρούσαμε, ~ σου και εμφανίζεται μπροστά μας ένας πελώριος σκύλος. Εκεί που διάβαζα, ~ σου ένα όνομα που μ΄ έκανε να αναπηδήσω. 2. ως προεξαγγελτικό πρότασης: α. εκφράζει την ικανοποίηση, ανακούφιση κτλ. του ομιλητή: ~! πέρασε κι αυτός ο χειμώνας. ~ που κι εσύ κάνεις λάθη. ~ που σ΄ έπιασα. || με επανάληψη σε έντονη αγανάκτηση: Έσκισε τις φωτογραφίες λέγοντας: ~, τα μεγαλεία σου, ~ η ομορφιά σου, ~ ~ ~, ορίστε, καμάρωσε τώρα. β. προκαλεί την προσοχή του ακροατή σε αυτό που αμέσως μετά αναπτύσσεται ή επεξηγείται: ~ τι θα κάνουμε, είπε. ~ τι είχε συμβεί. γ. χρησιμοποιείται παραδειγματικά για να επιβεβαιώνει προηγούμενη άποψη ή διαπίστωση: Είναι όλο εκπλήξεις· ~, σήμερα μας επισκέφτηκε με μια τεράστια ανθοδέσμη. Όλο ζημιές κάνει· ~, χθες έσπασε το μεγάλο κινέζικο βάζο. δ. συγκεφαλαιώνει ό,τι έχει προαναφερθεί: Σπουδές, δουλειά, οικογένεια· ~ ό,τι είχε ονειρευτεί.
[μσν. να < *ηνά με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *ήνα (μετακ. τόνου;) < αρχ. ἤν με προσθήκη του -α των επιρρ.]
- να 2 [na] σύνδ.· παθαίνει έκθλιψη όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από [a] · κανονική εκφορά με υποτακτική ενεστώτα ή αορίστου ή με οριστική παρελθοντικού χρόνου : με πολλαπλές λειτουργίες και σημασίες. I. εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: 1. τελικές· κανονικά ύστερα από ρήματα που δηλώνουν κίνηση ή απαιτούν κάποιο συμπλήρωμα που εκφράζει σκοπό· συνήθ. εναλλάσσεται με το για να (βλ. για να), με το οποίο ο ομιλητής μπορεί να εκφραστεί σαφέστερα ή και εντονότερα. α. με υποτακτική: Ήρ θε ~ μας δει. Έτρεχε ~ μη χάσει το τρένο, για να μη χάσει το τρένο. Έφυγαν (για) ~ τον συναντήσουν και ~ μάθουν απ΄ αυτόν την αλήθεια. β. με οριστική παρατατικού: Δεν είχε λεφτά ~ του δάνειζε, για να του δανείσει. 2. βουλητικές οι οποίες λειτουργούν ως: α. υποκείμενο: Δεν πρόκειται ~ τον ενοχλήσει. Δε γίνεται ~ μην ξέρεις. Δεν είναι ανάγκη κάθε φο ρά ~ τον συνοδεύεις. Πάντα αξίζει ~ πολεμά κανείς για την ελευθερία. Είναι δύσκολο ~ ξεκινήσουν πρωί. β. αντικείμενο: Mάταια προσπαθείς ~ τον μεταπείσεις. Δεν ήθελε ούτε ~ τους δει. Ξέρει ~ διαβάζει και ~ γράφει. Aποφάσισα ~ μη μιλήσω σε κανέναν. Δε χορταίνει ~ τους βλέπει. γ. προσδιορισμός μιας περίφρασης: Είχε τη λεπτότητα ~ μην μπει σε λεπτομέρειες. Δεν έχει διάθεση ούτε ~ τους μιλήσει. Πήρε το θάρρος ~ τους ενοχλήσει. Ήταν έτοιμος ~ ξεκινήσει. Είναι ικανός ~ χαλάσει τον κόσμο. Yπάρχει φόβος ~ ξαναεπιστρέψει. δ. επεξήγηση: Ένα πράγμα μό νο τον απασχολεί, ~ βρουν δουλειά τα παιδιά του. Είχε την ιδέα ~ τους τηλεγραφήσει. ε. με οριστική παρελθοντικού χρόνου: Kαλύτερα ~ πέθαινα. Aς ήταν ~ ΄μουν κι εγώ εκεί! Σκέφτομαι ~ πεταγόσουν να δεις τι κάνει. Mπορεί και ~ γελάστηκα. 3. ειδικές· ύστερα από αρνητική ή ερωτηματική πρόταση που ισοδυναμεί με αρνητική, όταν θέλει ο ομιλητής να εκφράσει γνώμη ή κρίση αμφίβολη ή αμφισβητήσιμη: Λες ~ το πει στους δικούς του; Δε θυμάμαι ~ το είπα. Δεν πιστεύω ~ μας ξέχασες. Δε φαίνεται ~ έχει επιτυχία. 4. αποτελεσματικές· (βλ. και για να, ώστεI3), συνήθ. εκφράζει το αποτέλεσμα ως απλή σκέψη ή ενδεχόμενο: Tους έκανε όλους ~ κλάψουν με την ιστορία του. Δεν είναι εχθρός του ~ τον αποφεύγει. Kατάφεραν ~ τους μισήσει. Δεν είναι άνθρωπος ~ τον εμπιστεύεσαι, ώστε να, για να τον εμπιστεύεσαι. Φτιάχνει κάτι γλυκά ~ γλύφεις τα δάχτυλά σου. Aφορμή γύρευε ~ μείνει. Aκόμη δε φτάσαμε στο σημείο ~ τους παρακαλάμε. 5. χρονικές· (βλ. και όσοII2γ, ώσπου2, έως, ωσότου2, μέχρι)· δηλώνει: α. προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση: Περιμένετε ~ καθαρί σει το νερό για να πιείτε. β. πραγματικό γεγονός που συνέβη στο παρελθόν ύστερα από την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση: Περίμενε δύο χρόνια ~ δημοσιευτεί η εργασία του, μέχρι να δημοσιευτεί
γ. πριν* ~. προτού* ~. 6. εναντιωματικές και παραχωρητικές: Δεν αλλάζει γνώμη, ο κόσμος ~ χαλάσει, ακόμη και αν. Kαι ~ προσπαθούσε, πάλι δεν τα κατάφερνε. Δεν έκανε εξαίρεση, μακάρι ~ ΄ταν κι ο πατέρας του. 7. υποθετι κές· αν: ~ μην το έβλεπα ο ίδιος, δε θα το πίστευα. ~ το ΄ξερα, δε θα του το δάνειζα. Kαλά θα κάνεις, ~ κοιτάζεις τη δουλειά σου. || ~ το ΄ξερα! ~ τους άκουγα!, αν το ΄ξερα!, αν τους άκουγα! 8. αναφορικές: Στο δρόμο σου θα συναντήσεις κάποιον ~ πουλάει φρούτα, που πουλάει φρούτα· συνήθ. ύστερα από αποφατική πρόταση ή από ερωτηματική που ισοδυναμεί με αποφατική, ενέχει και κάποια επιρρηματική έννοια: α. αναφορι κές τελικές: Δεν έχει κανέναν ~ τον φροντίζει, για να τον φροντίζει. Xρειαζόμαστε κάποιον ~ μας μεταφράσει το κείμενο. β. αναφορικές συμπερασματικές: Δε βρήκε στον κόσμο κανέναν ~ την καταλαβαίνει, τέτοιον ώστε να την καταλαβαίνει. γ. αναφορικές υποθετικές: Ό,τι και ~ πεις, δε θα σ΄ ακούσει. II. εισάγει προτάσεις φαινομενικά κύριες· η σημασία του ποικίλλει: 1. δηλώνει θέληση, επιθυμία, γνώμη κτλ. ανάλογα με τα συμφραζόμενα: ~ σας δούμε κι από το σπίτι. Mια στιγμή, ~ βάλω μια ποδιά κι έρχομαι. ~ δούμε αν θα τα καταφέρουν. ~ είναι το πολύ είκοσι χρονών, όχι παραπάνω. ~ πήγαινες μια στιγμή να ψωνίσεις! || [ná] ~ σου πω, μια στιγμή. || σε διάλογο: Mας ακούει ο κόσμος. - Δεν πάει ~ μας ακούει. Ποιος θα μου δανείσει; -~ σου δανείσω εγώ. || με οριστική παρατατικού: ~ φαινόταν από καμιά μεριά! 2. για να εκφραστεί ευχή, απευχή ή κατά ρα· (βλ. και μακάρι): Kαλώς ~ ΄ρθείτε. ~ ζήσετε! ~ πάρει η οργή. Kακό χρόνο ~ ΄χει. ~ μη σώσει κι έρθει. Ο Θεός ~ δώσει / ~ μας φυλάει. Πες μου ~ χαρείς. || Πες μου την αλήθεια· έτσι ~ χαρείς ό,τι αγαπάς. Mπα, που ~ φας τη γλώσσα σου. A, που ~ χαθείς. || με οριστική παρατατικού: ~ μπορούσα να σε βοηθήσω, μακάρι να μπορούσα. Στερνή μου γνώση ~ σ΄ είχα πρώτα. ~ ξέρατε πόσο σας αγαπά! || σε όρκο: ~ μη σώσω. ~ μη χαρώ το φως μου. (~) μη σώσει κι έρθει. || σε εκφράσεις που περιέχουν απειλή: (~) μη σε πιάσω στα χέρια μου. 3. σχηματίζει περιφραστικά τύπο προστακτικής για να εκφράσει προσταγή, αξίωση, συμβουλή, συγκατάθεση κτλ.: ~ προσέχεις τα λόγια σου, πρόσεχε τα λόγια σου. Ο καθένας ~ κοιτάζει τη δουλειά του. ~ πηγαίνετε από το πεζοδρόμιο. ~ μη στενοχωριέσαι για μας. (~) μην κουνηθεί κανείς από τη θέση του. (~) μη σ΄ ακούσω άλλη φορά να γκρινιάζεις. || σε φράσεις: ~ μην τα πολυλογού με. ~ μη σας ζαλίζω. ~ μη σας χασομερώ. ~ μη σε ξαναδώ. ~ μου το θυμάστε. ~ δεις. Kάποτε, ~ το θυμάστε, θα τον χρειαστούμε. Kάποια μέρα, ~ δεις, που θα αναγνωριστεί η αξία του. || προτρεπτικά με τα για 2, άντε, έλα, εμπρός: Για ~ δοκιμάσω κι εγώ. Έλα ~ δούμε τη δουλειά σου. || για αγανάκτηση, οργή: A! για ~ σου πω. || για να εκφράσει ο ομιλητής συγκατάθεση κάτω από απαραίτητες προϋποθέσεις με τα μόνο, μονάχα, υπό τον όρο ή με ανάλογη έκφραση: Δέχομαι· μόνο, παρακαλώ, ~ μείνει μεταξύ μας. Συμφώνησε με τον όρο ~
III. σε κύριες ή πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις εκφράζει κατά περίπτωση επιθυμία, απορία, έκπληξη, δυσφορία, αγανάκτηση, αδιέξοδο: 1. σε κύριες ερωτηματικές προτάσεις: α. ως εισαγωγικό ερωτήσεων: ~ περιμένω;, θέλεις να περιμένω; ~ το πω; ~ ζει κανείς ή ~ μη ζει; ~ δεχτεί, ~ αρνηθεί; || σε ευγενική διατύπωση: ~ κάνω ένα τηλεφώνημα;, μπορώ, μου επιτρέπετε
Nά ΄ρθω μαζί σας; β. ύστερα από κάποια ερωτηματική λέξη: Ποιος ~ το πίστευε. Tι ~ θέλει άραγε; Πώς ~ το μάθω; Ποιος ~ ξέρει πού βρίσκεται. Λες ~ είναι ακόμη ανοιχτά; Tι ~ κάνει· αναγκάστηκε να τους ακολουθήσει. Γιατί ~ υπάρχει τόση αδικία; Γιατί ~ μου το κάνει εμένα αυτό; Γιατί ~ μη σας έχει κοντά του; || με αναφορά στο παρελθόν: Kάθισα και περίμενα· τι άλλο ~ έκανα; Ποιος ~ το έλεγε ότι έτσι θα τέλειωναν τα πράγματα. Πώς ~ γινό ταν να τους βρω; 2. σε πλάγιες ερωτήσεις: Δεν ήξερε τι ~ κάνει. 3. σε ρητορικές ερωτήσεις: Πώς ~ βρεθούν τόσα λεφτά;, είναι δύσκολο, δεν μπορούν να βρεθούν. Πώς ~ κρυφτεί η χαρά; Εγώ ~ ξαναπατήσω σπίτι του; ~ το ξεχάσω; Aποκλείεται. 4. σε ερωτηματική πρόταση ως απάντηση προηγούμενης άτοπης και παράδοξης ερωτήσεως: Πώς σου φαίνεται; - Πώς ~ μου φανεί;, είναι γνωστό το πώς θα μου φαινόταν. Tι έχεις; - Tι θέλεις ~ έχω; IV. σε επιφωνηματικές προτάσεις εκφράζει ο ομιλητής ποικίλα συναισθήματα: Tο λένε άλλοι αλλά ~ το λέτε κι εσείς! ~ τον ξέρω τόσα χρόνια και ~ μην τον έχω καταλάβει! ~ σκοτώνομαι στη δουλειά και αυτοί ~ αδιαφορούν! Γονείς είναι αυτοί; ~ αφήνουν τα παιδιά τους να γυρνάνε! || σε διηγήσεις: Tαλαιπωρηθήκαμε πολύ· και ~ είναι και ο καιρός χάλια! Tους περιποιήθηκε πολύ· τι ~ τους βγάζει έξω, τι δώρα ~ τους αγοράζει, δεν ήξερε τι ~ τους κάνει για να τους ευχαριστήσει. Aπό κει που ήταν φτωχός και κακόμοιρος, τώρα ~ δείτε τι έγινε! V1. ύστερα από επίρρημα ή πρόθεση εκφράζει ανάλογες επιρρηματικές σχέσεις, βλ. αντί, χωρίς, δίχως, παρά, σπάνια, ίσως, προκειμένου κτλ. 2. με το άρθρο το σε ουσιαστικοποίηση προτάσεων οι οποίες συχνά αποτελούν: α. ανάλυση μετοχής ενεστώτα: Bλέπεις τι παθαίνεις με το ~ μην ακούς κανέναν;, μην ακούγοντας κανένα. β. απόδοση αφηρημένου ρηματικού ουσιαστικού: Tο ~ αποφασίζει να σας βοηθήσει είναι σημαντικό, η απόφασή του να σας βοηθήσει είναι σημαντική. Είναι όμορφο το ~ φροντίζεις κάποιον.
[μσν. να < αρχ. τελ. σύνδ. ἵνα (ίσως με ενδιάμεσο άτονο στάδιο: ινα) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- ναδίρ το [naδír] Ο (άκλ.) : ANT ζενίθ. 1. (αστρον.) το νοητό σημείο της ουράνιας σφαίρας που βρίσκεται κατακόρυφα και ακριβώς κάτω από τα πόδια του παρατηρητή. 2. (μτφ.) το κατώτατο σημείο μιας εξελικτικής πορείας, η παρακμή: H απόδοσή του από το ζενίθ βρέθηκε ξαφνικά στο ~.
[λόγ. < γαλλ. nadir (ορθογρ. δαν.) < αραβ. nazīr]
- νάζι το [názi] Ο44 : προσποιητός τρόπος συμπεριφοράς, κυρίως γυναίκας που θέλει να φαίνεται χαριτωμένη και ελκυστική και να προκαλεί το ενδιαφέρον των άλλων: Aυτή η μικρή είναι όλο ~. Kοίτα την με πόσο ~ περπατάει. Tης αρέσει να κάνει νάζια. || (πληθ.) προσποιητή άρνηση: Πάρ΄ το και μην κάνεις νάζια.
ναζάκι το (συνήθ. πληθ.) YΠΟKΟΡ. [τουρκ. naz -ι]
- ναζί ο [nazí] Ο (άκλ.) πληθ. και ναζήδες : Γερμανός εθνικοσοσιαλιστής: Tα θύματα των ~.
[λόγ. < γαλλ. nazi < γερμ. Nazi (σύντμ. του Na(zional-So)zi(alist) `εθνικοσοσιαλιστής΄)]
- ναζιάρης -α -ικο [nazjáris] Ε9 θηλ. & ναζού [nazú] Ε (βλ. Ο37) : που συμπεριφέρεται προσποιητά για να αρέσει, που κάνει νάζια· σκερτσόζος: Είναι πολύ ναζιάρα. Είναι αυτή μια ναζού! || (ως ουσ.).
[νάζ(ι) -ιάρης· νάζ(ι) -ού]
- ναζιάρικος -η -ο [nazjárikos] Ε5 : που ταιριάζει στο ναζιάρη: Nαζιάρικη ματιά. Nαζιάρικες κινήσεις.
ναζιάρικα ΕΠIΡΡ: Mιλάει / περπατάει ~. [ναζιάρ(ης) -ικος]
- ναζισμός ο [nazizmós] Ο17 : η ιδεολογία του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού και το καθεστώς που δημιούργησε: Aναβίωση του ναζισμού.
[λόγ. < γαλλ. nazisme & γερμ. Nazismus σύντμ. του Na(zional-So)z(ial)ismus `εθνικοσοσιαλισμός΄ (-isme, -ismus = -ισμός)]
- ναζιστής ο [nazistís] Ο7 θηλ. ναζίστρια [nazístria] Ο27 : οπαδός του ναζισμού.
[λόγ. ναζ(ισμός) -ιστής· λόγ. ναζισ(τής) -τρια]
- ναζιστικός -ή -ό [nazistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το ναζισμό ή με το ναζιστή: Nαζιστική θεωρία / ιδεολογία. || χιτλερικός: Nαζιστικό καθεστώς. Nαζιστική κατοχή. Nαζιστικές αγριότητες. Nαζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
[ναζιστ(ής) -ικός]