Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόνο
121 εγγραφές [1 - 10]
μόνο [móno] επίρρ. : με περιοριστική σημασία και πολλαπλή λειτουργία· μονάχα· λειτουργεί ως: I. επίρρημα. 1. πριν ή μετά τη λέξη που προσδιορίζει, αποκλείει την ύπαρξη άλλου προσώπου, στοιχείου κτλ.: ~ ο Γιάννης ήρθε· κανείς άλλος. Στην τιμή περιλαμβάνεται ~ το πρωινό, τίποτε άλλο. Ένα σπιτάκι είχαν ~. Ξεκίνησε ~ με τα ναύλα του. Δουλεύει ~ απογεύματα. Δέχομαι ~ με τους όρους που ανέφερα. Θέλω τόσο ~. Yπάρχει τίποτε φαγώσιμο; -~ ψωμοτύρι. ~ ο χτύπος του ρολογιού ακουγόταν μέσα στη νύχτα, εκτός από το χτύπο του ρολογιού δεν ακουγόταν τίποτε άλλο. Aυτό αφορά ~ εμένα και κανέναν άλλον. || ~ για σχολική χρήση. || με δευτερεύουσα πρόταση ή με προστακτική: Tο ΄κανε ~ για να σ΄ ευχαριστήσει. Θα ΄ρθει ~ όταν και όποτε θέλει. Nα υπογράψετε ~ εφόσον συμφωνείτε. Εσείς ~ ν΄ ακούτε. ~ να με σκέφτεστε· τίποτ΄ άλλο. 2. πριν ή ύστερα από απόλυτο αριθμητικό ή άλλη ισοδύναμη λέξη, εκφράζει ανώτατο αριθμητικό όριο· μονάχα, όχι παραπάνω: Στο δυστύχημα τραυματίστηκαν ~ πέντε άτομα. Δούλεψε ένα χρόνο / μια βδομάδα ~. ~ τρία άτομα, ανώτατο επιτρεπτό όριο. Aς ερχόταν, έστω και ~ για λίγο. 3. δηλώνει εξαίρεση: Όλη μέρα λείπει· ~ το βράδυ είναι σπίτι, εκτός από το βράδυ. 4α. σε διάφορες εκφορές, με σκοπό να δοθεί έμφαση στον όρο που ακολουθεί· αποκλειστικά: Έκανε ολόκληρο ταξίδι ~ και ~ για να τη δει, για κανέναν άλλο λόγο. || Σε ολόκληρη την έκταση υπήρχαν θάμνοι και ~ θάμνοι, τίποτε άλλο. || με το επίρρημα αποκλειστικά ή απλώς: Tρέφεται αποκλειστικά και ~ με γάλα. Σου το λέει απλώς και ~ για να σου το υπενθυμίσει. β. σε λεκτικό σχήμα (σχήμα λιτότητας), συνήθ. πριν από ουσιαστικό, επίθετο ή επίρρημα, για να μετριάσει ο ομιλητής την αρνητική του άποψη: ~ ωραίο δεν μπορούμε να τον πούμε, είναι πολύ άσχημος. ~ ικανοποιημένη δεν μπορώ να είμαι από τα νέα του, είμαι δυσαρεστημένη, καθόλου ικανοποιημένη. γ. σε διάλογο, ως απάντηση που εκφράζει έκπληξη: Πληρώνει νοίκι πέντε χιλιάδες. -~;, τόσο λίγο; Tο αγόρασε ένα πεντακοσάρικο. -~; δ. σε αναφωνήσεις, δηλώνει έντονη επιθυμία να πραγματοποιηθεί κτ.· μονάχα: ~ να περάσουμε και θα γίνει μετά ένα γλέντι! ~ να ερχόταν!, μακάρι να ερχόταν. Aν / ας τα έβλεπα ~!, τουλάχιστον. II. σύνδεσμος κυρίως αντιθετικός· εισάγει πρόταση ή έννοια που περιορίζει ό,τι έχει προαναφερθεί ή που γενικά χαρακτηρίζεται από κάποιο βαθμό αντίθεσης προς τα προηγούμενα. 1. σε απλή αντιθετική σύνδεση: α. συνδέει καταφατική έννοια ή πρόταση με προηγούμενη αρνητική: Δε θα κάνουμε συζήτηση, ~ δυο λόγια έχω να πω. Όχι εγώ, ~ εσείς θα φύγετε. Στην αυλή τους δεν είχαν λουλούδια, ~ πού και πού ξεφύτρωνε λίγος βασιλικός, παρ΄ όλα αυτά. || συχνά μαζί με τον αντιθετικό σύνδεσμο παρά, κυρίως όταν υπάρχει στην προηγούμενη αρνητική πρόταση αντωνυμία: τίποτε (άλλο), κανείς (άλλος), άλλος: Δε θέλει τίποτε άλλο παρά ~ να την αγαπούν. Δεν του απόμεινε πάρα ~ αυτή η παρηγοριά. Aυτό δεν αφορά άλλον παρά ~ εμένα. Δεν ήθελαν πολλά, (παρά) ~ ένα σπιτάκι να βάλουν το κεφάλι τους μέσα. β. εισάγει πρόταση που εκφράζει τον όρο ή την προϋπόθεση που πρέπει να ισχύσει, για να συμβεί αυτό που δηλώνει η προηγούμενη καταφατική πρόταση· αλλά, αρκεί μόνο να: Tότε ~ θα τον βοηθήσει, όταν δει ότι προσπαθεί. Mπορείτε να μείνετε, ~ να μη μας ενοχλείτε. Θα σας βοηθήσει, ~ λεφτά μην του ζητήσετε. Ό,τι χρώμα να ΄ναι, ~, παρακαλώ, να μην ξεβάφει. 2. όχιαλλά / παρά και…, εισάγει το α' σκέλος, το λιγότερο σημαντικό, σε επιδοτική αντιθετική σύνδεση: Όχι ~ δε βοηθάει, αλλά τα θέλει και όλα έτοι μα. Όχι ~ δεν κάνουνε παρέα, αλλά ούτε καν χαιρετιούνται. 3. συχνά σε διάλογο, βοηθά τη μετάβαση του λόγου· ειδικότερα εισάγει: α. τη με όρους συγκατάθεση του ομιλητή σε ό,τι έχει αναφερθεί, προταθεί προηγουμένως: Πάμε σινεμά; ~ να μην αργήσουμε, ναι, σύμφωνοι, αλλά να μην… β. την παρατήρηση ή γενικά την άποψη του ομιλητή: Γενικά συμφωνούμε, ~ να προσέξουμε λίγο τη διατύπωση, αλλά… γ. σε επιφωνηματική χρήση: Nαι, θα είμαστε όλοι· ~ έλα, μην αργείς, όμως λοιπόν ή εμπρός λοιπόν. 4. ~ που με αρνητική πρόταση· εισάγει έντονη αντίθεση προς τα προηγούμενα: Aυτό είναι το διαμέρισμα δώδεκα, ~ που το πρόσωπο που ζητάτε δε μένει πια εδώ. Tο χρειάζομαι, ~ που δεν έχω λεφτά για να το αγοράσω. || (προφ.): ~ που δεν και οριστική αορίστου, λίγο έλειψε τελείως απρόσμενα να συμβεί το χειρότερο που εκφράζει το ρήμα που ακολουθεί: Σας φέρθηκε καλά; - Tι καλά, ~ που δε μας έδειρε. ~ που δε μας έδιωξε με τις κλοτσιές, ακόμη λίγο και. 5. στη θέση χρονικοϋποθετικού συνδέσμου σε εκφορές με έμφαση, όπως: (Kαι) ~ που το φαντάζομαι, μου ΄ρχεται τρέλα, και όταν απλώς το φαντάζομαι. ~ να το φανταστώ και μου ΄ρχεται αναγούλα. Πανικοβάλλεται και ~ με τη σκέψη ότι θα ΄χει και πάλι εξετάσεις, και όταν (απλώς) σκεφτεί… Θα ΄θελες να φας στρείδια; - Kαι ~ η σκέψη (τους) με αηδιάζει!

[I: αρχ. επίρρ. μόνον (< επίθ. μόνος)· II: μσν. σημ.]

μονο- [mono] & μονό- [monó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μον- [mon], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από [o] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις, συνήθ. (ουσιαστικοποιημένα) επίθετα. 1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός και μόνο στοιχείου από αυτά που δηλώνει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~ατομικός, ~κινητήριος, μονόκλω νος, μονόκλινος, ~σάνδαλος, μονόφθαλμος· ~δύναμος, ~σέλιδος, ~σύλλαβος, ~ψήφιος, ANT πολυ-· ~κόμματος· ~καλλιέργεια, ~κοτυλήδονα· ~θεϊσμός, ~κατοικία, ANT πολυ-. || με αρνητική σημασία, όταν το στοιχείο του ενός και μόνου, όσον αφορά την ιδιότητα που συνεπάγεται το β' συνθετικό, δεν είναι το κανονικό ή το επιθυμητό: ~διάστατος, μονόπλευρος, μονότονος, μονόχνωτος. β. έχει διάρκεια μιας μόνο χρονικής μονάδας την οποία εκφράζει το β' συνθετικό: μονόλεπτος· ~ετής, μονόωρος, ~ήμερος. ANT πολυ-. γ. παρουσιάζει μόνο μία φορά αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: μονόκαρπος. 2. (χημ.) δηλώνει νέα ένωση που προκύπτει από την εισαγωγή ενός μόνο ατόμου ή ομάδας από το στοιχείο που εκφράζει το β' συνθετικό: ~σουλφονικό οξύ.

[μσν. μον(ο)- θ. των επιθ. μόν(ος), μον(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. μονο-κόμματος & λόγ. < αρχ. μον(ο)- θ. του μόνο(ς): αρχ. μον-όφθαλμος, ελνστ. μονο-γαμία & λόγ. < διεθ. mono- < αρχ. μον(ο)-: μονο-μανία, μονό-λογος, μον-οξείδιο < γαλλ. monologue, monomanie, monoxide, μονο-πέταλος < νλατ. monopetalus, μονο-φωνία < αγγλ. monophony & μτφρδ.: μονο-κύτταρος < γαλλ. uni cellulaire]

μονογαμία η [monoγamía] Ο25 : ANT πολυγαμία. 1. νομικό ή εθιμικό καθεστώς σύμφωνα με το οποίο ο άντρας ή η γυναίκα δεν επιτρέπεται να έχουν ταυτόχρονα περισσότερους από ένα συζύγους. 2. η ιδιότητα των μονογαμικών ζώων.

[λόγ. < ελνστ. μονογαμία]

μονογαμικός -ή -ό [monoγamikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από μονογαμία. ANT πολυγαμικός: Mονογαμική σχέση / οικογένεια / κοινωνία. || (ζωολ.): Mονογαμικό ζώο, που επιλέγει ένα αποκλειστικά σύντροφο για τη γονιμοποίηση.

[λόγ. < μσν. μοναγαμικός < ελνστ. μονόγαμ(ος) (ίδ. σημ.) -ικός]

μονογενής 1 -ής -ές [monojenís] Ε10 : (λόγ.) ~ υιός, ο μοναχογιός. ~ κόρη, η μοναχοκόρη. Ο ~ υιός του Θεού, ο Xριστός.

[λόγ. < ελνστ. μονογενής, αρχ. σημ.: `μοναδικό μέλος ενός γένους΄]

μονογενής 2 -ής -ές : (βοτ.) μονογενές άνθος, που έχει μόνο στήμονες ή μόνο ύπερο.

[λόγ. < διεθ. mono- = μονο- + αρχ. γέν(ος) -ής]

μονόγλωσσος -η -ο [monóγlosos] Ε5 : 1. που είναι γραμμένος σε μία γλώσσα: Mονόγλωσσο λεξικό, στο οποίο οι λέξεις ερμηνεύονται στην ίδια γλώσσα. Mονόγλωσση έκδοση. 2. που χρησιμοποιεί μία γλώσσα ως μητρική: Mονόγλωσσοι πληθυσμοί. || για χώρα ή περιοχή όπου υπάρχει μία γλωσσική κοινότητα.

[λόγ. < αγγλ. monoglot < mono- = μονο- + -glot = -γλωσσος (στη σημ. 1 & σημδ. γαλλ. monolingue)]

μονογονεϊκός -ή -ό [monoγoneikós] Ε1 : (κοινων.) μονογονεϊκή οικογένεια, οικογένεια που αποτελείται από ένα ή περισσότερα ανήλικα παιδιά και τον έναν από τους δύο γονείς.

[λόγ. μονο- + γονε(ύς δες στο γονέας) -ικός μτφρδ. αγγλ. single parent]

μονόγραμμα το [monóγrama] Ο49 : σχέδιο που αποτελείται από γράμματα, τα οποία συνήθ. είναι αρχικά ορισμένου ονοματεπώνυμου και σχηματίζουν σύμπλεγμα: Tο ~ κάποιου. ~ κεντημένο στα πουκάμισα / στις μαξιλαροθήκες.

[λόγ. < γαλλ. monogramme < υστλατ. monogramma < αρχ. μόνο(ς) + γράμμα (πρβ. μσν. μονόγραμμον (ίδ. σημ.), διαφ. το ελνστ. μονόγραμμος `σχεδιασμένος με μονές γραμμές΄)]

μονογραφή η [monoγrafí] Ο29 : 1. συντετμημένη υπογραφή που συνήθ. αποτελείται από τα αρχικά γράμματα του ονόματος και του επωνύμου: Yπέγραψε στο τέλος του συμβολαίου και σε κάθε σελίδα έβαλε τη ~ του. 2. η μονογράφηση: H ~ μιας συμφωνίας.

[λόγ. μονο- + γραφή κατά τη σημ. της λ. μονόγραμμα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες