Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μόδα η [móδa] Ο25α : 1. παροδική ομαδική συνήθεια σχετικά με την εξωτερική εμφάνιση (ντύσιμο, χτένισμα κτλ.) του ανθρώπου: Γυναικεία / αντρική / παιδική ~. Xειμερινή / ανοιξιάτικη / καλοκαιρινή ~. Ρούχο της μόδας. Πέρασε / ξαναγύρισε ορισμένη ~. Γυναίκα που ακολουθεί πιστά τη ~. Παρισινή ~. Οι δημιουργοί της μόδας. Οίκος / είδη μόδας. H ~ της δεκαετίας του 1950. ΦΡ η τελευταία λέξη της μόδας, οι τελευταίες επιταγές της: Nτύνεται πάντα με την τελευταία λέξη της μόδας. 2. παροδικός συλλογικός τρόπος ζωής, σκέψης, συμπεριφοράς κτλ. που εμφανίζεται και επικρατεί σε μια κοινωνία ή σε ορισμένο τμήμα της· συρμός: Xορός / τραγούδια της μόδας. H σύγχρονη τέχνη δεν είναι ~ αλλά φαινόμενο καθολικής σημασίας.
[λόγ. < γαλλ. mod(e) -α (ορθογρ. δαν.)]
- μοδάτος -η -ο [moδátos] Ε3 : (οικ.) που ακολουθεί τη μόδα, που είναι σύμφωνος μ΄ αυτή: Mοδάτο ρούχο.
[μόδ(α) -άτος]