Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μωαμεθανός ο [moameθanós] Ο17 θηλ. μωαμεθανή [moameθaní] Ο29α : οπαδός του μωαμεθανισμού· μουσουλμάνος. || (ως επίθ.): Mωαμεθανοί προσκυνητές.
[λόγ. Μωάμεθ -ανός μτφρδ. γαλλ. mahométan (πρβ. μσν. Μωαμεθίτης < Μωάμεθ -ίτης)· λόγ. μωαμεθαν(ός) -ή]