Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυρμηγκιά
3 εγγραφές [1 - 3]
μυρμηγκιά η [mirmingá] Ο24 : 1α. το σύνολο των μυρμηγκιών που ζουν σε μια μυρμηγκοφωλιά. β. (μτφ.) για μεγάλο πλήθος ιδίως ανθρώπων: ~ μαζεύτηκε ο κόσμος στην πλατεία. 2. μικρό σαρκώδες εξόγκωμα στο δέρ μα ιδίως των χεριών ή των ποδιών του ανθρώπου.

[αρχ. μυρμηκιά ( [k > g] κατά το μυρμήγκι)]

μυρμηγκιάζω [mirmingázo] Ρ2.1α : 1. (λογοτ.) είμαι ή φαίνομαι όπως τα μυρμήγκια από άποψη πλήθους ή κινητικότητας: Mυρμήγκιαζαν στην απέναντι όχθη οι εχθροί. 2. (οικ.) αισθάνομαι μυρμήγκιασμα.

[ελνστ. μυρμηκ(ιῶ) (μαρτυρείται στη σημ.: `έχω κρεατοελιές΄, σύγκρ. μυρμηγκιά) μεταπλ. -ιάζω με βάση το συνοπτ. θ. μυρμηκιασ- ( [k > g] κατά το μυρμήγκι)]

μυρμήγκιασμα το [mirmíngazma] Ο49 : (οικ.) μούδιασμα που μοιάζει σαν να περπατούν μυρμήγκια επάνω στο δέρμα.

[μυρμηγκιασ- (μυρμηγκιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες