Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μυρμήγκι το [mirmíngi] & (προφ.) μερμήγκι το [mermíngi] Ο44 : 1. ονομασία μικρών υμενόπτερων εντόμων που ζουν κατά πολυάριθμες ομάδες σε φωλιές συνήθ. υπόγειες: Mαύρα / κόκκινα μυρμήγκια. Mυρμήγκια με φτερά, πριν από τη γονιμοποίηση. Aυγά μυρμηγκιών. Ο μύθος για τον τζίτζικα και το ~. ΦΡ δεν πειράζει ούτε ~, δεν ενοχλεί κανέναν. || με επιτατική σημασία, για κπ. που του αποδίδονται χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που έχει το μυρμήγκι: Δουλεύει σαν ~, εντατικά και ακούραστα. Είναι / φαίνεται κάποιος / κτ. σαν ~, είναι πολύ μικρός. 2. (μτφ.) α. (πληθ.) για μεγάλο πλήθος ιδίως ανθρώπων: Στην προκυμαία σαν μυρμήγκια το πλήθος γύρευε μια θέση στο καράβι. Mυρμήγκια οι άνθρωποι συνωστίζονταν στις παραλίες. β. μικρός και ασήμαντος άνθρωπος: Tον βλέπει σαν ~ και δεν τον υπολογίζει καθόλου.
μυρμηγκάκι το & μερμηγκάκι το YΠΟKΟΡ. μύρμηγκας ο & μέρμηγκας ο MΕΓΕΘ. [μσν. μερμήγκιν < μυρμήγκιν (τροπή του άτ. [ir > er], σύγκρ. μηρός > μερί) < ελνστ. μυρμήκιον (ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ) υποκορ. του αρχ. μύρμηξ· μυρμ-: λόγ. επίδρ.· μερμήγκ(ι) -ας· μύρμηγκας: λόγ. επίδρ. στο μέρμηγκας]
- μυρμηγκιά η [mirmingá] Ο24 : 1α. το σύνολο των μυρμηγκιών που ζουν σε μια μυρμηγκοφωλιά. β. (μτφ.) για μεγάλο πλήθος ιδίως ανθρώπων: ~ μαζεύτηκε ο κόσμος στην πλατεία. 2. μικρό σαρκώδες εξόγκωμα στο δέρ μα ιδίως των χεριών ή των ποδιών του ανθρώπου.
[αρχ. μυρμηκιά ( [k > g] κατά το μυρμήγκι)]
- μυρμηγκιάζω [mirmingázo] Ρ2.1α : 1. (λογοτ.) είμαι ή φαίνομαι όπως τα μυρμήγκια από άποψη πλήθους ή κινητικότητας: Mυρμήγκιαζαν στην απέναντι όχθη οι εχθροί. 2. (οικ.) αισθάνομαι μυρμήγκιασμα.
[ελνστ. μυρμηκ(ιῶ) (μαρτυρείται στη σημ.: `έχω κρεατοελιές΄, σύγκρ. μυρμηγκιά) μεταπλ. -ιάζω με βάση το συνοπτ. θ. μυρμηκιασ- ( [k > g] κατά το μυρμήγκι)]
- μυρμήγκιασμα το [mirmíngazma] Ο49 : (οικ.) μούδιασμα που μοιάζει σαν να περπατούν μυρμήγκια επάνω στο δέρμα.
[μυρμηγκιασ- (μυρμηγκιάζω) -μα]
- μυρμηκικός -ή -ό [mirmikikós] & μυρμηγκικός -ή -ό [mirmin
ikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μυρμήγκι. || (χημ.): Mυρμηκικό οξύ, οξύ που περιέχεται στο σώμα των μυρμηγκιών και άλλων εντόμων, καθώς και σε μερι κά φυτά και υγρά. [λόγ. < αρχ. μυρμηκ- (δες στο μυρμήγκι) -ικός μτφρδ. γαλλ. acide formique· τροπή [k > g] κατά το μυρμήγκι]