Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μύθος ο [míθos] Ο18 : 1. φανταστική διήγηση, συνήθ. λαϊκής προέλευσης, που αναφέρεται ιδίως σε θεούς και ήρωες ή στη δημιουργία και στην εξέλιξη του κόσμου και μεταδίδεται συνήθ. προφορικά από γενιά σε γενιά: Mύθοι για τους θεούς του Ολύμπου / τον Hρακλή / τον τρωικό πόλεμο. Οι μύθοι του Aισώπου / του Λαφοντέν. Iστορικός ~. Διδακτικός ~, με αλληγορικό και συνήθ. διδακτικό χαρακτήρα. || το σχετικό λογοτεχνικό είδος. 2. η υπόθεση κάθε καλλιτεχνικού, ιδίως λογοτεχνικού, έργου ή το βασικό γεγονός πάνω στο οποίο αυτή στηρίζεται: Ο ~ ενός θεατρικού έργου. 3. (μτφ.) α. φανταστική ή ανακριβής άποψη που επικρατεί για κπ. ή για κτ.: Ο ~ του ασθενούς φύλου. Ο ~ για το αήττητο του γερμανικού στρατού. β. για καθετί το ανύπαρκτο, το μη πραγματικό, το ανακριβές: ~ και πραγματικότητα. Οι πληροφορίες αποδείχτηκαν ~. γ. για πρόσωπο που το περιβάλλει μεγάλη αίγλη· (πρβ. θρύλος): Οι ζωντανοί μύθοι του Xόλιγουντ.
[λόγ. < αρχ. μῦθος `λέξη, λόγος, διήγηση΄]