Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μυθιστόρημα το [miθistórima] Ο49 : 1α. μακροσκελής φανταστική διήγη ση που αναφέρεται σε ορισμένα πρόσωπα και σε ορισμένη σειρά γεγονό των τα οποία σχετίζονται με αυτά και διαδραματίζονται σε ορισμένο χώ ρο και χρόνο: Πλοκή / υπόθεση / ήρωες του μυθιστορήματος. Διάβασε ένα ενδιαφέρον ερωτικό / ιστορικό / αστυνομικό / ηθογραφικό ~. Ένα περιπετειώδες ~. Διαβάζει μυθιστορήματα του Iουλίου Bερν. || (μτφ.): H ζωή του είναι αληθινό ~, είναι πολύ περιπετειώδης. β. πεζό λογοτεχνικό είδος: Tο γαλλικό / το ιταλικό ~. 2. οργανωμένο σύνολο από ψευδολογίες: Έφτιαξε ολόκληρο ~ για να δικαιολογηθεί. 3. μεσαιωνικό λογοτεχνικό είδος, ιδίως έμμετρο, που περιγράφει φανταστικές και συνήθ. ωραιοποιημένες περιπέτειες των ηρώων του: Bυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα.
[λόγ. μύθ(ος) + ιστόρημα]
- μυθιστορηματικός -ή -ό [miθistorimatikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται σε μυθιστόρημα: Mυθιστορηματικό πρόσωπο. 2. που έχει τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος, που μοιάζει με μυθιστόρημα: Δραπέτευσαν κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες.
[λόγ. μυθιστορηματ- (μυθιστόρημα) -ικός]