Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπούκλα
1 εγγραφή
μπούκλα η [búkla] Ο25α : τούφα από κατσαρά μαλλιά: Έσπρωξε με το χέρι μια ~ που έπεφτε στο μέτωπό της. Οι μπούκλες των μαλλιών πέφτουν στους ώμους της. μπουκλάκι το YΠΟKΟΡ. μπουκλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[γαλλ. bucl(e) ή μέσω του βεν. bucola με συγκ. του άτ. [o] (διαφ. το μσν. μπούκλα, βούκλα `δοχείο κρασιού, αγκράφα΄ από την ίδ. γαλλ. λ.)· μπού κλ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες