Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μποφόρ το [bofór] Ο (άκλ.) : διεθνής κλίμακα (από 1 ως 12) για τη μέτρηση της έντασης του ανέμου: Στο Aιγαίο πνέουν άνεμοι εντάσεως 7 ~.
[λόγ. < αγγλ. beaufort < ανθρωπων. Beaufort (Άγγλος αξιωματικός του ναυτικού και υδρολόγος)]