Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουρδέλο
2 εγγραφές [1 - 2]
μπορντέλο το [bordélo] & μπουρδέλο το [burδélo] Ο39 : (λαϊκ.) οίκος ανοχής, πορνείο. ΦΡ είναι / έγινε κτ. ~, επικρατεί σ΄ αυτό μεγάλη ακαταστασία.

[-ρδ-: μσν. μπουρδέλο < *μπορδέλο ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < βεν. bordelo (< γαλλ. bordel)· -ρντ-: αναδαν. από το λαϊκό ιταλ. bordello ή από επίδρ. του γαλλ. bordel]

μπουρδελότσαρκα η [burδelótsarka] Ο27α : (λαϊκ.) βόλτα στα μπορντέ λα μιας περιοχής που γίνεται συνήθ. ομαδικά από νεαρά άτομα.

[μπουρδέλ(ο) -ο- + τσάρκα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες