Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουμ
17 εγγραφές [1 - 10]
μπομπονιέρα η [bobonéra] & (προφ.) μπουμπουνιέρα η [bubunéra] Ο25α : μικρή ποσότητα από κουφέτα ειδικά συσκευασμένα που μοιράζεται στους καλεσμένους σε γάμους ή σε βαφτίσια: ~ από τούλι. Nέες κοπέλες μοίραζαν τις μπομπονιέρες.

[ιταλ. bomboniera· [o > u] από επίδρ. των χειλ. [b] ]

μπουμ [búm] (άκλ.) : (προφ.) ηχομιμητική λέξη για δυνατό, υπόκωφο και συνήθ. παρατεταμένο θόρυβο: Aκούστηκε ένα δυνατό ~ και η γέφυρα ανατινάχτηκε. Mπαμ* ~. || (παιδ.) Kάνει κτ. ~, για πέσιμο ή για έκρηξη. || (ως ουσ.): Aν αρχίσει το μπαμ ~, κανείς δεν πρόκειται να γλιτώσει.

[ηχομιμ. (πρβ. ιταλ. bum ηχομιμ.)]

μπουμ το [búm] Ο (άκλ.) : εντυπωσιακή αλλαγή, συνήθ. βελτίωση. || (οικον.): ~ στην αγορά. ~ στο χρηματιστήριο, για απότομη άνοδο των αξιών.

[λόγ. < αγγλ. boom]

μπούμα η [búma] Ο25α : 1. το πανί των ιστιοφόρων που είναι τελευταίο προς τη μεριά της πρύμνης. 2. είδος γερανού.

[ιταλ. boma `αντένα του καταρτιού της πρύμνης΄ ( [o > u] από επίδρ. των χειλ. [b-m] )]

μπούμεραγκ το [búmeraŋg] Ο (άκλ.) : 1. όπλο των ιθαγενών της Aυστρα λίας που ρίχνεται εναντίον μακρινού στόχου και, αν αποτύχει, επιστρέφει στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε. 2. (μτφ.) ενέργεια εχθρική για κπ., που τελικά βλάπτει εκείνον που την έκανε: H πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης θα γίνει ~ για την αντιπολίτευση.

[λόγ. < αγγλ. boomerang (από γλ. των ιθαγενών της Aυστραλίας)]

μπουμπάρι το [bumbári] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) το παχύ έντερο σφαγμένου ζώου που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαγητού. || το φαγητό που παρασκευάζεται από μπουμπάρι παραγεμισμένο με κομματάκια κρέας, εντόσθια, ρύζι και μπαχαρικά. 2. (παρωχ.) συνήθ. ημικυλινδρική κατασκευή από τρίχες που την τοποθετούσαν οι γυναίκες ανάμεσα στα μαλλιά τους σε διάφορα χτενίσματα.

[τουρκ. bumbar (στη σημ. 1) ]

μπουμπού η [bubú] Ο37 : (οικ.) για παχουλό και ροδαλό κορίτσι. || (ως προσφών.).

[λ. νηπιακή]

μπουμπούκα η [bubúka] Ο25α : (οικ.) μπουμπού.

[λ. νηπιακή]

μπουμπούκι το [bubúki] Ο44 : 1α. άνθος που δεν έχει ανοίξει ακόμα: Tριανταφυλλιά γεμάτη μπουμπούκια και τριαντάφυλλα. β. βλαστός φυτού που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί. 2. (μτφ.) α. για όμορφο κορίτσι που ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η σωματική του ανάπτυξη. || (ως προσφών.): Έλα ~ μου να σε πάρω στην αγκαλιά μου. || (σκωπτ.): Mε γνώρισες ένα ~ και με μάρανες! β. (ειρ.) για πρόσωπο πονηρό, ανήθικο· λουλούδι: Είναι ένα ~ αυτός ο ανεψιός μου! μπουμπουκάκι το YΠΟKΟΡ.

[ίσως αρχ. βομβύκιον (βόμβυξ) (προφ. [bomb] ) `κουκούλι μεταξοσκώληκα΄ με τροπή των φων. σε [u] από επίδρ. των χειλ. [mb] ]

μπουμπουκιάζω [bubukázo] Ρ2.1α μππ. μπουμπουκιασμένος : (για φυ τό) βγάζω μπουμπούκια.

[μπουμπούκ(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες