Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουκαπόρτα
1 εγγραφή
μπουκαπόρτα η [bukapórta] Ο25α : 1. μεγάλη πόρτα στα πλευρά του πλοίου, από την οποία συνήθ. φορτώνουν τα εμπορεύματα, αυτοκίνητα κτλ. 2. μικρό άνοιγμα στα πλευρά των παλιών πολεμικών πλοίων, από το οποίο έβγαιναν οι κάννες των κανονιών.

[βεν. bocaporta ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες