Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπισκότο το [biskóto] Ο39 : γλύκισμα από ζύμη διαμορφωμένη σε μικρά και λεπτά κομμάτια, τα οποία ψήνονται καλά στο φούρνο, ώστε να γίνουν τραγανά: Mπισκότα γλυκά / αρμυρά / γεμιστά. Εργοστάσιο που φτιάχνει μπισκότα και ζυμαρικά. Ένα πακέτο μπισκότα.
μπισκοτάκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. biscotto]