Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπενζίνα
1 εγγραφή
μπενζίνα η [benzína] Ο25 : (λαϊκότρ.) 1. η βενζινάκατος. 2. η βενζίνη.

[ιταλ. benzina < γερμ. Benzin ( [dz > z] ίσως από επίδρ. του λόγ. βενζίνη)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες