Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπενζίνα η [benzína] Ο25 : (λαϊκότρ.) 1. η βενζινάκατος. 2. η βενζίνη.
[ιταλ. benzina < γερμ. Benzin ( [dz > z] ίσως από επίδρ. του λόγ. βενζίνη)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ιταλ. benzina < γερμ. Benzin ( [dz > z] ίσως από επίδρ. του λόγ. βενζίνη)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |