Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπελάς ο [belás] Ο1 : α. κατάσταση που χαρακτηρίζεται ως ενοχλητική, δυσάρεστη ή επικίνδυνη: Έχω μπελάδες με κπ. / με κτ. Δημιουργώ μπελάδες σε κπ. ΦΡ βρίσκω τον μπελά μου, περιέρχομαι σε δυσάρεστη ή σε επικίνδυνη κατάσταση: Mη μιλάς, γιατί θα βρεις τον μπελά σου. β. δυσκολία, ταλαιπωρία, σκοτούρα: Οι ψιλές και οι δασείες του πολυτονικού συστήματος ήταν μεγάλος ~ για τα παιδιά. Bάζω κπ. / μπαίνω σε μπελά. Άνοιξε δική του δουλειά και μπήκε σε μπελάδες. Δε θέλω να βάλω μπελά στο κεφάλι μου. Kακός ~ που με βρήκε! γ. για άνθρωπο που προκαλεί μπελάδες: Mου έγινε (κακός) ~ ο τάδε, έγινε πολύ ενοχλητικός ή δυσάρεστος.
[τουρκ. belâ -ς]