Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπασίστας
1 εγγραφή
μπασίστας ο [basístas] Ο3 : μουσικός που παίζει μπάσο.

[μπάσ(ο) -ίστας κατά το κοντραμπασίστας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες