Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπαρόκ το [barók] Ο (άκλ.) : τεχνοτροπία η οποία χαρακτηρίζεται από ελευθερία της έκφρασης και αφθονία των διακοσμητικών στοιχείων και αναπτύχτηκε στη δυτική Ευρώπη μετά την Aναγέννηση. || (ως επίθ.): Nτεκόρ σε στιλ ~.
[λόγ. < γαλλ. baroque]