Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπαρούμα η [barúma] Ο25α : (ναυτ.) παλαμάρι που χρησιμοποιείται για δέσιμο ή ρυμούλκηση πλοίων.
[βεν. paroma (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b], [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]