Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπαλένα η [baléna] & μπανέλα η [banéla] Ο25 : 1. καθεμιά από τις λεπτές ελαστικές πλάκες από κεράτινη ουσία που βρίσκονται, όπως τα δόντια, στο επάνω σαγόνι ορισμένων φαλαινών. 2. έλασμα από την παραπάνω ουσία από πλαστικό ή από μέταλλο για διάφορες χρήσεις: Οι μπαλένες χρησιμοποιούνται ως εξαρτήματα για στήριξη σε γιακάδες πουκαμίσων, κορσέδες, σουτιέν κτλ.
[αντδ. < ιταλ. balena < λατ. ballaena < αρχ. φάλαινα (ίσως μέσω των ιλλυρικών)· αντιμετάθ. [l-n > n-l] ]