Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπαλόνι το [balóni] Ο44 : σφαίρα από λεπτό, ελαφρό και ελαστικό υλικό που τη φουσκώνουν με αέρα ή με αέριο και τη χρησιμοποιούν ως παιδικό παιχνίδι ή για διακόσμηση: Kόκκινο / κίτρινο ~. Πολύχρωμα μπαλόνια. Φουσκώνει / σπάει το ~. Ξεφούσκωτο ~. Aγόρασέ μου κι εμένα ένα ~.
μπαλονάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό μπαλόνι. 2. μέθοδος διάνοιξης φραγμένων αρτηριών καθώς και το ειδικό εργαλείο με το οποίο αυτή επιτυγχάνεται. [ιταλ. (διαλεκτ.) ballon(e) -ι]