Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπάστακας ο [bástakas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : α. κάθε αντικείμενο, ιδίως πέτρα, που χρησιμοποιείται ως στόχος στο παιχνίδι με τις αμάδες. β. (μτφ.) για κπ. που στέκεται όρθιος και ακίνητος με αποτέλεσμα να γίνεται ενοχλητικός: Tι στέκεσαι (σαν) ~ πάνω από το κεφάλι μου;
[;]