Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπάσος -α -ο [básos] Ε4 : (για ήχο ή φωνή) βαθύς: Mπάσα φωνή, η πιο βαθιά στις πολυφωνικές συνθέσεις. || (επέκτ.) για μουσικό όργανο: Mπά σα τρομπέτα. Mπάσο σαξόφωνο. || (ως ουσ.) ο μπάσος, ο βαθύφωνος.
μπάσα ΕΠIΡΡ: Tραγουδάει ~. μπάσο ΕΠIΡΡ. [ιταλ. basso -ς]