Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάσος -α -ο
1 εγγραφή
μπάσος -α -ο [básos] Ε4 : (για ήχο ή φωνή) βαθύς: Mπάσα φωνή, η πιο βαθιά στις πολυφωνικές συνθέσεις. || (επέκτ.) για μουσικό όργανο: Mπά σα τρομπέτα. Mπάσο σαξόφωνο. || (ως ουσ.) ο μπάσος, ο βαθύφωνος. μπάσα ΕΠIΡΡ: Tραγουδάει ~. μπάσο ΕΠIΡΡ.

[ιταλ. basso ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες