Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάρα
4 εγγραφές [1 - 4]
μπάρα 1 η [bára] Ο25α : 1. γενική ονομασία για κάθε μακρύ κυλινδρικό αντικείμενο, συνήθ. μεταλλικό: H ~ του μονόζυγου. Οι δύο μπάρες του δίζυγου. H ~ που συνδέει το τιμόνι με τους τροχούς του αυτοκινήτου. 2. (τυπ.) κάθετη ή πλάγια γραμμή που χρησιμοποιείται ως διαχωριστικό: Mονή / διπλή ~. 3. μακρόστενη σανίδα σε μπαρ όπου οι πελάτες ακουμπούν τα ποτά τους.

[μσν. μπάρα < ιταλ. barra]

μπάρα 2 η : (λαϊκότρ.) λάκκος γεμάτος με νερό.

[σλαβ. bara]

μπαράγκα η [baráŋga] Ο25 : (λαϊκότρ.) παράγκα.

[ιταλ. baracca με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ]

μπαράζ το [baráz] Ο (άκλ.) : σειρά από όμοιες ενέργειες που διαδέχονται η μία την άλλη: ~ απεργιών / ανατιμήσεων / απολύσεων. ~ πυρός, το φράγμα πυρός. || (ως επίθ.): Aγώνας ~, αθλητικός αγώνας μεταξύ ομάδων που συνήθ. ισοψηφούν, ο οποίος γίνεται για την πρόκριση σε άλλη διοργάνωση ή την αλλαγή κατηγορίας: Aγώνας ~ για την παραμονή στην πρώτη εθνική.

[λόγ. < γαλλ. barrage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες