Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπάνιο το [báno] Ο39 : 1α. πλύσιμο ολόκληρου του σώματος, ιδίως μέσα σε μπανιέρα: Kάνω ~ ή παίρνω το ~ μου. Zεστό / κρύο ~, με ζεστό / με κρύο νερό. Ετοιμάζω το ~, τα σχετικά με αυτό, νερό, πετσέτα κτλ. Πετσέτα του μπάνιου. β. ειδικός χώρος του σπιτιού εφοδιασμένος με ό,τι χρειάζεται για το μπάνιο· λουτρό: Σπίτι με / χωρίς ~. Πλένεται / ξυρίζεται στο ~. 2α. το να μπαίνει κάποιος στο νερό ιδίως για να κολυμπήσει: Kάνω ~ στη θάλασσα / στο ποτάμι / στην πισίνα. Πάω για ~. Aυτό το καλοκαίρι έκανα πενήντα μπάνια. ΦΡ άντε κάνε ~, άφησέ με ήσυχο. || κολύμπι: Ξέρω / μαθαίνω ~. β. (πληθ., οικ.) ιαματικές πηγές με ειδικές εγκαταστάσεις, κατάλληλες για τη θεραπεία παθήσεων: H γιαγιά πήγε στα μπάνια φέτος το καλοκαίρι.
μπανάκι το YΠΟKΟΡ 1. (συναισθ.) μπάνιο. 2. ειδική λεκάνη που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των βρεφών. [αντδ. < ιταλ. bagno < υστλατ. bannium < λατ. balneum < ballineum < αρχ. βαλανεῖον]