Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μούτρο το [mútro] Ο39 : 1. (οικ.) το πρόσωπο του ανθρώπου: Πλένω τα μούτρα μου. Άνθρωπος με έξυπνο ~. ΦΡ και εκφράσεις χαλώ σε κπ. τα μούτρα / σπάω τα μούτρα κάποιου, τον δέρνω τραυματίζοντάς τον στο πρόσωπο. κάνω / κρατάω μούτρα σε κπ., κατσουφιάζω, θυμώνω. κατεβάζω / κρεμώ (τα) μούτρα, κατσουφιάζω, θυμώνω. ξινίζω τα μούτρα μου, εκφράζω δυσαρέσκεια ή θυμό συνήθ. με μορφασμό. τρώω / σπάζω τα μούτρα μου, τραυματίζομαι στο πρόσωπο και μεταφορικά για αποτυχία: Έπεσε κάτω κι έσπασε τα μούτρα του. παίρνω τα μούτρα μου και
, τολμώ να κάνω κτ. πέφτω / ρίχνομαι σε κτ. με τα μούτρα, ασχολούμαι έντονα, με όρεξη ή αφοσιώνομαι σ΄ αυτό: Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά / στο διάβασμα / στο φαΐ. αρπάζω κπ. από τα μούτρα, του επιτίθεμαι με λόγια. πετάω κτ. στα μούτρα κάποιου, ως ένδειξη περιφρόνησης. τρίβω* κτ. στα μούτρα κάποιου. ρίχνω τα μούτρα μου, ταπεινώνομαι: Έριξα τα μούτρα μου και πήγα και του ζήτησα χρήματα. πέφτουν* τα μούτρα μου. 2α. (πληθ., μειωτ.) ο άνθρωπος για τον οποίο γίνεται λόγος: Δεν έχω όρεξη να βλέπω τα μούτρα σου, εσένα. Δεν είναι για τα μούτρα σου, δεν είναι για σένα, δε σου αξίζει. ΦΡ μούτρα για σιδέρωμα, για άνθρωπο άσχημο ή ασήμαντο. κάνω κτ. σαν τα μούτρα μου, το φθείρω, το καταστρέφω. β. (μειωτ.) για άνθρωπο χαμηλής ηθικής στάθμης και ιδίως αλήτη, απατεώνα ή κακοποιό: Mαζεύονται σ΄ αυτό το καφενείο κάτι μούτρα! Είναι μεγάλο ~· μην τον πιστεύεις. γ. (πληθ.) θάρρος ή αυτοπεποίθηση που προέρχεται από ηθική αξιοπρέπεια ή κοινωνικό κύρος: Mε τι μούτρα να του ζητήσω πάλι το ίδιο πράγμα; Δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία.
μουτράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. μουτράκλα η MΕΓΕΘ στη σημ. 2β. [παλ. ιταλ. mutria (θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ., [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσιοι > τρακόσιοι)· μούτρ(ο) -άκλα]