Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοτοσικλέτα η [motosikléta] Ο25 : δίκυκλο ή σπανιότερα τρίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα μεγαλύτερης ιπποδύναμης από το μοτοποδήλατο: ~ μικρού / μεγάλου κυβισμού. Aγώνες μοτοσικλέτας.
[γαλλ. motocyclett(e) -α (-cycle- '85 αρχ. κύκλος)]