Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοτίβο το [motívo] Ο39 : στοιχείο ή θέμα καλλιτεχνικής δημιουργίας που συνήθ. επαναλαμβάνεται: Mουσικό ~. Εξαγγελτικό* ~. Tο ~ της Σταύρωσης στη Xριστιανική ζωγραφική. || (επέκτ.) οτιδήποτε επαναλαμβάνεται συχνά.
[ιταλ. motivo]