Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοσχάτο το [mosxáto] Ο39 : είδος σταφυλιού καθώς και το κρασί που παράγεται από αυτό. || (ως επίθ.): ~ σταφύλι / κρασί.
[λόγ. επίδρ. στη λ. μοσκάτο ίσως αντδ. < ιταλ. moscato < λατ. muscus < ελνστ. μόσχος (δες μόσχος 2)]